- υπηρέμα
- Αεπίρρ. ήρεμα, ήσυχα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + ἠρέμα «ήσυχα, γλυκά»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπηρέμα — softly indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηρέμα — και ήρεμα (AM ἠρέμα) επίρρ. βλ. ήρεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < η ρέμ ᾱ (το ᾱ < *n), συνδέεται με μια λεξιλογική ομάδα που σημαίνει «ήσυχος, ησυχάζω» σε διάφορες γλώσσες, όπως λ.χ. στις ινδοϊρανικές, βαλτικές, γερμανικές, κελτικές (αρχ. ινδ. ramate… … Dictionary of Greek